Η Ίντα και ο Μάρκος – η γιαγιά κι ο παππούς του Ανδρέα Ασσαέλ – ζουν στη Θεσσαλονίκη με τα τρία τους παιδιά Φρεντ-Ιωσήφ (1919-2006), Σάρα-Ζανίν (γενν. το 1923) και Ραχήλ-Λουλού (1925-2007). Διατηρούν ένα εργοστάσιο οικιακών ειδών στην οδό Φράγκων στο κέντρο της πόλης.
Ο γιος τους Φρεντ Ασσαέλ φοιτά στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης. Όταν το 1933 στη Γερμανία ανεβαίνει ο Χίτλερ στην εξουσία, ο Μάρκος παίρνει αυτόν και τις αδελφές του από το γερμανικό σχολείο. Τα παιδιά πηγαίνουν στη συνέχεια στο Γαλλικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (Ecole Française). Ο Φρεντ σπουδάζει χημικός μηχανικός και στη συνέχεια εργάζεται στο εργοστάσιο μαγειρικών ελαίων Ξενάκη στη Θεσσαλονίκη.
Η γερμανική κατοχή 1941
Ένας Γερμανός αξιωματικός καταλύει σε επιταγμένο δωμάτιο στο σπίτι της οικογένειας Ασσαέλ στην οδό Βασιλίσσης Όλγας. Προειδοποιεί τον Μάρκο για επικείμενους εκτοπισμούς στη Γερμανία. Το εργοστάσιο ελαίου όπου εργάζεται ο Φρεντ επιτάσεται από τη Βέρμαχτ. Στην κατόπιν γερμανικής διαταγής συγκέντρωση των Θεσσαλονικέων Εβραίων ανδρών στην πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου 1942, προκειμένου αυτοί να καταγραφούν για να σταλούν σε καταναγκαστικά έργα, ο Φρεντ ξυλοκοπείται από τον πασίγνωστο δοσίλογο Λάσκαρη Παπαναούμ. Ο Μαξ Μέρτεν, επικεφαλής της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, χορηγεί στον Φρεντ πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνει, ότι η εργασία του στην επιταγμένη εταιρεία ελαίου είναι ζωτικής σημασίας για την πολεμική οικονομία. Ως εκ τούτου το 1942 απαλλάσεται από την καταναγκαστική εργασία. Όμως, λίγο αργότερα, η οικογένεια Ασσαέλ αναγκάζεται να μετακομίσει στο γκέτο Μαρτίου, όπου ζει σε οίκημα στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και Κρήτης. Για να αποφύγει την αναγκαστική εκποίηση ο Μάρκος Ασσαέλ πουλάει όλα του τα εμπορεύματα για συνολικά 150 χρυσές λίρες Αγγλίας.
Ξυλοδαρμός στα γραφεία των SS
Ο Φρεντ Ασσαέλ διηγείται μετά τον πόλεμο: «Ήταν 30 Απριλίου του 1943. Εκείνη την ημέρα η οικογένειά μου, οι γονείς μου και οι δύο αδελφές μου, εγκατέλειψαν στο γκέτο το μικρό ισόγειο διαμέρισμα που ήμασταν και κρύφτηκαν αλλού». Στο εργοστάσιο ελαίου έρχεται σε ώρα εργασίας ένας Εβραίος πολιτοφύλακας του γκέτο και του ζητά να τον ακολουθήσει στο οίκημα του Ζοντερκομάντο (Ειδικό Κλιμάκιο) των SS, το οποίο οργανώνει την εκτόπιση του εβραϊκού πληθυσμού από την Ελλάδα. Φτάνοντας εκεί ο Φρεντ, χαστουκίζεται βάναυσα από τον Αλόις Μπρούνερ, τον επικεφαλής του Ζοντερκομάντο. Θέλει να μάθει γιατί η οικογένεια τού Ασσαέλ δεν βρίσκεται πια στο γκέτο. Επειδή ο Φρεντ δεν φορά το κίτρινο αστέρι, το σύμβολο διωγμού των Εβραίων, τον στέλνει πρώτα στην εβραϊκή κοινότητα για να πάρει ένα αστέρι.
Επιστρέφοντας στο γραφείο τού Μπρούνερ, ο Φρεντ Ασσαέλ δεν χάνει το θάρρος του. Αργότερα θα αφηγηθεί στον γιο του Ανδρέα: «Βγάζω το χαρτί που είχα από τον Μέρτεν, που βεβαίωνε ότι ήμουν απαραίτητος ως χημικός για την παραγωγή λαδιού και του λέω: “Εσείς εδώ με χτυπάτε, αλλά θα φέρετε την ευθύνη για την καταστροφή 10 τόνων λαδιού που επεξεργάζονται τώρα δίχως την επίβλεψή μου. Και αν δε με πιστεύετε, τηλεφωνήστε στους αξιωματικούς του Εφοδιασμού”». Ο Φρεντ είχε καλές σχέσεις με αυτούς τους αξιωματικούς. Πριν πάει στα γραφεία των SS είχε συμφωνήσει μαζί τους, να δηλώσουν στο τηλέφωνο πως τους ήταν απαραίτητος. Όταν ο Μπρούνερ τους παίρνει τηλέφωνο, ο υπεύθυνος αξιωματικός επιβεβαιώνει τα προβλήματα παραγωγής και ζητά ο Φρεντ να επιστρέψει στο εργοστάσιο.
Ο Φρεντ συμπληρώνει, ότι ο Μπρούνερ του έδωσε τον λόγο του: Εάν ο Ασσαέλ επέστρεφε την επόμενη μέρα με όλη του την οικογένεια, θα τους παρείχε τις απαραίτητες άδειες για να παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, την επόμενη μέρα ο Φρεντ εμφανίζεται μόνο με τους γονείς του. Αμέσως ο Μπρούνερ χτυπά με μαστίγιο τον Μάρκο Ασσάελ, τον πατέρα του Φρεντ. Όταν η Ίντα τρέχει να προστατεύσει τον σύζυγό της, την χτυπά και αυτήν. Ο Φρεντ Ασσάελ παρακολουθεί τη σκηνή χωρίς να μπορεί να βοηθήσει. Ο Μπρούνερ διώχνει τον Φρεντ, κρατά όμως τους γονείς του εκεί. Χωρίς αυτούς ο Φρεντ αρνείται να φύγει και τον ξαναχτυπούν. Τελικά επιτρέπουν να φύγουν όλοι μαζί.
Η σωτηρία
Ο Μανόλης Κονιόρδος, οικογενειακός φίλος των Ασσαέλ, έχει ήδη κρύψει τις αδελφές Ζανίν και Λουλού και περιμένει τον Φρεντ και τους γονείς του στο κατάλυμά τους στο γκέτο. Την ίδια νύχτα φεύγουν από εκεί. Ο Μανόλης τους πηγαίνει όλους στη Μαρία Βουδούρογλου. Βρετανικά στρατεύματα την είχαν σώσει το 1922 κατά την καταστροφή της Σμύρνης και μετά είχε καταφύγει στη Θεσσαλονίκη. Με τα χρήματα που κέρδιζε ως οικιακή βοηθός στη βρετανική πρεσβεία, η Μαρία αγοράζει σπίτι. Το 1941 την συλλαμβάνουν οι Γερμανοί και την ανακρίνουν επί ώρες προκειμένου να της αποσπάσουν πληροφορίες για τη βρετανική πρεσβεία. Τη χτυπούν στο πρόσωπο και της σπάζουν τη μύτη. Αυτό ξυπνά μέσα της μεγάλο μίσος κατά των ναζί.
Η Μαρία κρύβει Βρετανούς στρατιώτες που το 1941 κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής αποκόπηκαν από τις μονάδες τους, αποτρέποντας έτσι τη σύλληψή τους. Η πράξη αυτή ήθελε θάρρος και τόλμη, γιατί επέσυρε την ποινή του θανάτου. Η Μαρία και ο γιος της Αντώνης φιλοξενούν το ζεύγος Ασσάελ και τα τρία τους παιδιά. Με τις χρυσές λίρες που αυτοί είχαν, συντηρούν και τα εφτά άτομα. Η Μαρία αγοράζει φασόλια, φακές και όλα τα άλλα τρόφιμα από διάφορα καταστήματα.
Η κρυψώνα
Τα πέντε μέλη της οικογένειας Ασσαέλ κοιμούνται τώρα σε ένα μικρό δωμάτιο, μια ντουλάπα κρύβει την πόρτα του. Ο Μάρκος και ο Φρεντ κατασκευάζουν στην κουζίνα μια κρυψώνα έκτακτης ανάγκης. Στην περίπτωση που εμφανίζονται απρόσκλητοι επισκέπτες, καταφεύγουν και οι πέντε εκεί. Όταν η Μαρία φεύγει από το σπίτι δεν κουνιούνται, για να μην τους προδώσει τυχόν θόρυβος. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν πρωτοσέλιδα με τίτλο «Εβραϊκή οικογένεια κρύβεται ανάμεσά μας, όποιος τους καλύπτει θα εκτελεστεί». Πολλοί Θεσσαλονικείς γίνονται χαφιέδες και καταδότες. Η Μαρία είναι λοιπόν εξαιρετικά προσεκτική: κάθε λίγους μήνες στέλνει τους Ασσάελ σε φίλους του Μανόλη Κονιόρδου, όπου στήνει γλέντι για να ξεγελάσει τους αδιάκριτους γείτονες. Κάποια φορά έρχονται οι Γερμανοί για να επιτάξουν το σπίτι της Μαρίας, αλλά τελικά το βρίσκουν ακατάλληλο. Οι γονείς εκπαιδεύουν τα παιδιά για κάθε περίπτωση έκτακτης ανάγκης: τα μαθαίνουν να κρύβονται στο υπόγειο σε όλο και λιγότερο χρόνο σε ένα κιβώτιο με κάρβουνα που βρίσκεται κάτω από το κρεβάτι.
Το νέο καταφύγιο
Τέλη Σεπτεμβρίου του 1944 εισβάλλουν στο σπίτι αντάρτες του ΕΛΑΣ για να κατάσχουν χρήματα και χρυσό από Εβραίους που κρύβονται. Οι Ασσαέλ φοβούνται τα χειρότερα και τρομοκρατημένοι διαφεύγουν από την πίσω σκάλα. Τώρα βρίσκονται στον δρόμο, μόνοι και χωρίς χαρτιά. Στο δικό τους σπίτι μένουν άλλοι. Η παλιά τους γειτόνισσα, στην οποίο είχαν νοικιάσει το σπίτι στην αυλή, χαίρεται μεν που τους βλέπει όλους ζωντανούς, αλλά φοβάται να τους κρύψει. Το ζεύγος Κώστας και Κίτσα Αθυρίδη είναι γνωστοί του Μάρκου, δέχονται τους Ασσαέλ στο σπίτι τους στην οδό Γραβιάς και τους παραχωρούν την κρεβατοκάμαρά τους. Μετά από ενάμιση χρόνο ο Μάρκος και η Ίντα κοιμούνται ξανά σε κρεβάτι. Δύο εβδομάδες αργότερα φεύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα και η οικογένεια Ασσαέλ μπορεί να εγκαταλείψει την κρυψώνα της.
Το νέο ξεκίνημα είναι δύσκολο: στο παλιό τους σπίτι ζουν πρόσφυγες από τη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία, το κατάστημά τους το έχει καταχραστεί ένας δοσίλογος. Η Ζανίν παντρεύεται έναν Άγγλο στρατιώτη και ανοίγει στο Λονδίνο μια εταιρεία πλεκτών. Η Λουλού παντρεύεται και μεταναστεύει στην Αργεντινή. Αργότερα η νοσταλγία την φέρνει πάλι στη Θεσσαλονίκη. Ο Μάρκος και ο Φρεντ ιδρύουν ένα εργοστάσιο μεταλλικών ειδών. Το 1992 τιμούνται από το ισραηλινό ίδρυμα του Ολοκαυτώματος Γιάντ Βασσέμ ως «Δίκαιοι των Εθνών» ο Μανόλης Κονιόρδος, η Μαρία Βουδούρογλου και ο γιος τους Αντώνης και το 2017 το ζεύγος Αθυρίδη.